καταλαζονεύσεται

καταλαζονεύσεται
καταλαζονεύομαι
boast
aor subj mp 3rd sg (epic)
καταλαζονεύομαι
boast
fut ind mp 3rd sg
καταλαζονεύομαι
boast
aor subj mid 3rd sg (epic)
καταλαζονεύομαι
boast
fut ind mid 3rd sg
κατᾱλαζονεύσεται , καταλαζονεύομαι
boast
futperf ind mid 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταλαζονεύομαι — (Α) 1. μιλώ με αλαζονεία, με κομπασμό («οἶάπερ φήσει καὶ καταλαζονεύσεται πρὸς ὑμᾱς», Δημοσθ.) 2. μεγαλοποιώ κάτι με αλαζονικό τρόπο («καταλαζονευομένου περί τε τοῡ πλούτου καὶ τοῡ πλήθους τῶν μαθητῶν», Ισοκρ.) 3. υποτιμώ κάποιον από αλαζονεία 4 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”